κέκηφε

κέκηφε
κέκηφε (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τέθνηκεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κεκαφηώς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • хабить — I хабить I портить : похабить, похабство, похабный, укр. охабити портить , охаблений негодный, гадкий , охаба распущенная женщина , русск. цслав. хабити, хаблɪѫ портить , хабенъ, хабленъ жалкий , болг. хабя, изхабя порчу , сербохорв. ха̏бати,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κεκαφηώς — (Α) (επικ. τ. μτχ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) 1. (στον Όμ., μόνο σε φρ.) «κεκαφηότα θυμόν» την εξασθενημένη, την εξαντλημένη, την εκπνέουσα ψυχή 2. (σε μτγν ποιητές) (αμτβ.) εξαντλημένος, εξασθενημένος («δέμας κεκαφηός λιμῷ» σώμα εξαντλημένο από την… …   Dictionary of Greek

  • κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… …   Dictionary of Greek

  • (keu̯ǝp-:) ku̯ēp-, ku̯ǝp-, kū̆ p- next to which occasional keu̯(e)p-, k(e)u̯ep- —     (keu̯ǝp :) ku̯ēp , ku̯ǝp , kū̆ p next to which occasional keu̯(e)p , k(e)u̯ep     English meaning: to smoke; to boil; to cook     Deutsche Übersetzung: “rauchen, wallen, kochen; also seelisch in Aufruhr, in heftiger Bewegung sein”     Note:… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”